-
1 спасение
спасение с 1) (действие) η διάσωση, το γλίτωμα 2) (результат) η σωτηρία* * *с1) ( действие) η διάσωση, το γλίτωμα2) ( результат) η σωτηρία
См. также в других словарях:
γλίτωμα — το ο γλιτωμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπουλάρισμα — το, ατος γλίτωμα, διαφυγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)